Αργότερα κάποια στιγμή ανακαλύφθηκε και έγινε της μόδας το Βυζάντιο, η περίοδος που γεφυρώνει τον αρχαίο με το νεότερο ελληνισμό. Η βυζαντινή γραμματεία, αρχαιολογία κλπ. άρχισαν να μελετώνται και να τους αποδίδεται αξία και προσοχή ανάλογη με της αρχαίας. Καθετί που υπήρχε στο σύγχρονο ελληνισμό χωρίς να κατάγεται από τον αρχαίο, εφόσον αποδεικνυόταν ότι είχε ρίζες στο Βυζάντιο ήταν εξίσου δόκιμο.
Μετά, τα χρόνια πέρασαν. Ο κόσμος προχώρησε. Οι Έλληνες απέδειξαν ότι είναι όσο χρειάζεται απόγονοι των αρχαίων και των βυζαντινών, οι εθνικές επιδιώξεις ικανοποιήθηκαν όσο ικανοποιήθηκαν, και η ιστορία πέρασε στις επόμενες φάσεις. Και οι επιστήμες, όπως και κάθε τι άλλο -οι Τέχνες, η πολιτική, η τεχνολογία κλπ.- επίσης προχώρησαν τη ζωή τους.
Ωστόσο, ακόμη και σήμερα υπάρχουν Έλληνες που εξακολουθούν να κυνηγάνε τον Φαλμεράγερ. Κάποιους από αυτούς τους συναντώ συχνά στο ίντερνετ, σε διάφορους χώρους δημόσιου διαλόγου (π.χ. φόρουμ, μπλογκ, σχόλια σε βιντεάκια του Γιουτιούμπ κλπ.) να ανταλλάσσουν κουβέντες απίστευτης, ενίοτε, φραστικής βίας με Τούρκους, Σκοπιανούς, Αλβανούς και διάφορους άλλους εξίσου θερμοκέφαλους και ανεγκέφαλους με τους ίδιους. Τα θέματά τους καλύπτουν μία μεγάλη γκάμα: από το αν η ύπαρξη του ελληνικού επωνύμου Βούλγαρης ακυρώνει την ελληνική κυριαρχία στη Μακεδονία μέχρι αν το τζατζίκι και τον μπακλαβά τα κλέψαμε από τους Τούρκους. Και τα βλέπει κανείς αυτά σε σελίδες που δεν είναι κατ' ανάγκην εθνικιστικού χαρακτήρα: συχνά κάποιος αθώος ανεβάζει ένα βίντεο με τη χορευτική ομάδα του συλλόγου του χωριού του, δυο τρεις έρχονται και γράφουν από κάτω «Ώπα, αυτά είναι κέφια!», και όλα είναι ωραία μέχρι που εμφανίζεται κάποιος που λέει «αυτά δεν είναι δικά σας, είναι δικά μας και μας τα κλέψατε» και τότε μέσα σε dt αρχίζουν οι e-σφαλιάρες.
Όμως, αυτοί οι e-νταήδες είναι απλώς ταλαίπωροι καθυστερημένοι. Είναι θλιβερό ότι υπάρχουν, έως και τρομαχτικό καμιά φορά, αλλά [ελπίζουμε ότι] δε χαρακτηρίζουν το σύνολο της κοινωνίας τους. Είναι τελείως διαφορετικό όμως όταν άνθρωποι με κάποια παιδεία και με θέση που επηρεάζει τα πράγματα ακολουθούν το ίδιο πνεύμα. Οι άνθρωποι κάποιας παιδείας βέβαια έχουν μια κομψότητα στη συμπεριφορά τους: δε βρίζουν, δεν απειλούν, δε μιλάνε για κλοπές. Ωστόσο συχνά δεν έχουν ενδοιασμούς να δημιουργήσουν μία φανταστική αλήθεια που, προβάλλοντας τη σύνδεση κάποιου πολιτισμικού στοιχείου της σύγχρονης Ελλάδας με αντίστοιχα αρχαία ή βυζαντινά, του προσδίδει ιδιαίτερη αξία -την οποία υποτίθεται ότι αλλιώς δε θα είχε.
Το δημοτικό τραγούδι προέρχεται από τη βυζαντινή μουσική. Ε όχι ρε παιδιά, το δημοτικό τραγούδι δε θα μπορούσε με τίποτα να προέρχεται από τη βυζαντινή μουσική! Το δημοτικό τραγούδι είναι απλό, η συντριπτική πλειοψηφία των δημοτικών μελωδιών οποιασδήποτε ελληνικής περιοχής έχει ένα περιορισμένο αριθμό από νότες και φράσεις, ενώ το εκλησιαστικό μέλος είναι σύνθετο, περίτεχνο, επεξεργασμένο και λεπτουργημένο. Δεν μπορεί το απλό να προέρχεται από το περίτεχνο, δεν είναι προφανές; Υπόκειται ένας κοινός πυρήνας, αυτό ναι. Δε θα υποστηρίξω ότι είναι δύο άσχετα πράγματα. Και σίγουρα υπάρχουν κάποιες δημοτικές μελωδίες που έχουν επηρεαστεί από την εκκλησιαστική μουσική, ιδίως εκείνες που -σε αντίθεση με τις περισσότερες- είναι όντως πιο εκτεταμένες και πιο περίτεχνες. Αλλά υπάρχουν και άλλες που είναι επηρεασμένες από κάτι άλλο, από φράγκικα ή τούρκικα ή βουλγάρικα ακούσματα. Και στη γλώσσα μας έχουμε δάνεια από χίλιες δυο γλώσες, αυτό δεν αποδεικνύει τίποτε (ή μάλλον, αποδεικνύει απλώς ότι είχαμε επαφές με άλλους λαούς).
Ύστερα: το δημοτικό τραγούδι είναι εύκολο. Τις εποχές που οι τοπικές μουσικές παραδόσεις ήταν ζωντανές και ακμαίες, σε κάθε τόπο όλοι ήξεραν να τραγουδάνε και να χορεύουν τα τοπικά τραγούδια, χωρίς να κάνουν κάποια ιδιαίτερη συνειδητή προσπάθεια, απλώς με το να «μεγαλώνουν μέσα στη μουσική». Βέβαια δεν ήταν όλοι βιρτουόζοι, όλοι όμως μετείχαν αυτής της κουλτούρας. Αντίθετα η ψαλτική τέχνη κατακτάται μόνο μέσα από μακροχρόνιες συστηματικές σπουδές, σε συνδυασμό με την έμπρακτη εμπειρία, και πάλι ούτε οι ψαλτάδες γίνονται όλοι βιρτουόζοι. Πώς λοιπόν θα μπορούσε το δύσκολο, που απαιτεί σύστημα, μέθοδο και λογική επεξεργασία, να προηγείται του εύκολου, εύληπτου, που μαθαίνεται μόνο με την εμπειρία; Μόνο αν θεωρήσουμε το δημοτικό τραγούδι ως το εκφυλισμένο, παρηκμασμένο απότοκο του βυζαντινού μέλους. Αλλά αν είναι έτσι, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να ψάξουμε να του αποδώσουμε καμιά ιδιαίτερη αξία: δεχόμαστε ότι δεν έχει αξία, και ξεμπερδεύουμε.
Και όμως, το δημοτικό τραγούδι -συνήθως με τον τίτλο «Παραδοσιακό»- διδάσκεται με όρους βυζαντινής μουσικής σε πολλά Ωδεία και μουσικά σχολεία, και αναλύεται με βάση τη θεωρία της βυζαντινής μουσικής. Το αποτέλεσμα είναι νέοι μουσικοί, που πήγαν να διδαχτούν γιατί η παλιά αλυσίδα της προφορικής μετάδοσης έχει σπάσει, να βγαίνουν άχρηστοι: μαθαίνουν να προσέχουν λεπτομέρειες που για τον αυθεντικό παραδοσιακό μουσικό δεν υφίστανται καν, και να παραβλέπουν άλλα ζητήματα που γι' αυτόν είναι κεφαλαιώδη.
Το ίδιο αποτέλεσμα προκύπτει και όταν αντί της βυζαντινής χρησιμοποιείται η οθωμανική θεωρία και προσέγγιση. Η λόγϊα οθωμανική μουσική, εξίσου μελετημένη και λεπτουργημένη με τη βυζαντινή, ήταν η μουσική που άκουγαν οι ευγενείς και οι μορφωμένοι στην Κωνσταντινούπολη. Σήμερα είναι η «κλασική» μουσική της Τουρκίας. Έχει θεμελιώδεις ομοιότητες και αναλογίες με τη βυζαντινή, αλλά και αρκετές διαφορές. Μάνι μάνι, η βυζαντινή είναι αποκλειστικά εκκλησιαστική και φωνητική, ενώ η οθωμανική είναι κοσμική και χρησιμοποιεί όργανα. Πέρα από αυτό, υπάρχουν μικροδιαφορές στις δύο παραδόσεις και στην πράξη και στη θεωρητική προσέγγιση. Αλλά οπωσδήποτε οι ομοιότητες ανάμεσα στις δύο είναι περισσότερες απ' ό,τι ανάμεσα σε καθεμία από αυτές και στο δημοτικό ελληνικό τραγούδι, γιατί απλούστατα και οι δύο είναι έντεχνες, επώνυμες παραδόσεις, ενώ το δημοτικό τραγούδι είναι δημώδες.
Οπότε και η οθωμανικού τύπου προσέγγιση της λαϊκής παράδοσης βγάζει λάθος αποτελέσματα. Τουλάχιστον όμως είναι απαλλαγμένη από το σύμπλεγμα του να αποδείξουμε την ελληνικότητα και -άρα- την αξία της μουσικής. Μετά από αυτή την παρένθεση, αφήνω κατά μέρος την οθωμανοπρεπή διδασκαλία για να ξαναγυρίσω στη βυζαντινοπρεπή.
Βασικό εργαλείο στην εκμάθηση και των δύο σκελών της ελληνικής μουσικής, δημοτικού τραγουδιού και εκκλησιαστικού μέλους, είναι το εθνικό μας όργανο: όχι βέβαια το μπουζούκι, όπως ίσως να νόμιζε κανείς, ούτε το κλαρίνο, αλλά ο παγκοσμίως άγνωστος ταμπουράς.
Τι είναι ο ταμπουράς;
Η λέξη χρησιμοποιείται με διαφορετική σημασία σε τρία διαφορετικά επίπεδα. Στο πρώτο, το στενότερο, ταμπουρά ονόμαζαν σε διάφορες περιοχές ένα τοπικό όργανο που χονδρικά μοιάζει με σάζι ή μπουζούκι, αλλά στις λεπτομέρειες μπορεί να διέφερε από τον ταμπουρά μιας άλλης περιοχής. Με μία ευρύτερη έννοια ταμπουράδες είναι όλα αυτά τα τοπικά όργανα, καθώς και άλλα που είχαν τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά αλλά η τοπική τους ονομασία μπορεί να ήταν άλλη. Και με μία ακόμη ευρύτερη έννοια ταμπουράς είναι ένας γενικός όρος που περιλαμβάνει όλα τα αλλιώς λεγόμενα «μακριά λαούτα», δηλαδή όλα τα απανταχού έγχορδα που αποτελούνται από ένα σχετικά μικρό ηχείο και ένα σχετικά μακρύ χέρι και παίζονται όχι με δοξάρι αλλά με πένα ή με το νύχι ή με το δάχτυλο, άρα και το μπουζούκι, και το ιρανικό ταρ, και το ινδικό σιτάρ, ακόμη και το μπάντζο. Εδώ θα χρησιμοποιούμε τη λέξη με τη δεύτερη σημασία: ένας γενικός τύπος ελληνικού οργάνου με διάφορες τοπικές παραλλαγές.
Η ονομασία ταμπουράς προέρχεται από το βυζαντινό πανδούρα / πανδουρίς. Σε πολλές γλώσσες υπάρχουν ονόματα οργάνων που είναι παραλλαγές αυτής της λέξης, και μερικές φορές πρόκειται για τελείως διαφορετικά όργανα (μπορεί να μην είναι καν έγχορδα αλλά κρουστά ή πνευστά), αν και συνήθως πρόκειται για όντως ταμπουροειδή όργανα: tanbura στην Τουρκία είναι ένα είδος σαζιού · ταμπουρίτσα στη Βουλγαρία ένα τετράχορδο μπουζουκοειδές · τανπούρα στην Ινδία ένα όργανο που μοιάζει με σιτάρ, πιο απλοποιημένο, που χρησιμοποιείται μόνο για ισοκρατήματα · αλλά tambour στα γαλλικά είναι το τύμπανο, και tambourine στα αγγλικά / tamburello στα ιταλικά το ντέφι, ενώ μπαντούρα ή μαντούρα στην Κρήτη είναι το μονοτσάμπουνο (μικρό καλαμένιο πνευστό, ένας μεμονωμένος αυλός τσαμπούνας -άλλωστε και η τσαμπούνα στην Κρήτη λέγεται ασκομ(π)αντούρα). Η πρώτη αρχή της λέξης έχω διαβάσει ότι είναι το σουμεριακό παν-τουρ, που κυριολεκτικά σημαίνει «μικρό τόξο».
Ταμπουράδες παίζονταν παλιά σε όλη λίγο-πολύ την Ελλάδα. Αλλού ήταν μικρότεροι, αλλού μεγαλύτεροι · με πιο στρογγυλό ή πιο αμυγδαλόσχημο ηχείο · με δύο ή τρεις ή και τέσσερις χορδές, μονές ή διπλές, και με ποικίλα κουρδίσματα. Και βέβαια με ποικίλες ονομασίες. Ανάλογη ποικιλία βρίσκουμε και στα σάζια της Τουρκίας, που είναι πολύ παρόμοια όργανα.
Σήμερα οι ταμπουράδες έχουν χαθεί από παντού στην Ελλάδα. Σώζονται άπειρες μαρτυρίες, απεικονίσεις, μνεία των οργάνων σε δημοτικά τραγούδια, φωτογραφίες, ακόμη και τα ίδια τα όργανα (π.χ. ο ταμπουράς του στρατηγού Μακρυγιάννη εκτίθεται, επισκευασμένος και έτοιμος να παίξει, στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο), αλλά δεν ξέρουμε πώς παίζονταν. Δεν υπάρχουν ούτε ηχογραφήσεις ούτε άνθρωποι που να πρόλαβαν την αλυσίδα της ζωντανής παράδοσης. Με κάποιες εξαιρέσεις: το μπουλγαρί, ο ταμπουράς της Κρήτης, παιζόταν μέχρι προ εικοσαετίας περίπου από τον τελευταίο παλιό οργανοπαίχτη, το Στέλιο Φουσταλιεράκη, ο οποίος πρόλαβε και να ηχογραφήσει και να βιντεοσκοπηθεί και να έρθει σε επαφή με ερευνητές που κατέγραψαν την τέχνη του, κι έτσι αργότερα υπήρξε η δυνατότητα αναβίωσης του οργάνου και σήμερα παίζουν πολλοί. Στο Άγκιστρο Σερρών έχει δυο γριές που παίζουν έναν τοπικό δίχορδο ταμπουρά, και κάποια στιγμή τούς έγινε αφιέρωμα σε μια εκπομπή στην τηλεόραση. Αλλά σε γενικές γραμμές οι ταμπουράδες όλης της Ελλάδας είτε μετασχηματίστηκαν σε μπουζούκια, τζουράδες και μπαγλαμάδες (που στη συνέχεια ακολούθησαν τελείως άλλη πορεία) και σε λαούτα (το σημερινό ελληνικό λαούτο μοιάζει να είναι υβρίδιο μεταξύ των καθεαυτού λαούτων, με κοντό χέρι, όπως το ούτι, και των ταμπουράδων) είτε σίγησαν. Κι έτσι δεν είναι γνωστό ούτε πώς κουρδίζονταν, ούτε τι πενιές χρησιμοποιούνταν, ούτε πώς ταιριάζονταν οι κλίμακες στα διαστήματά τους. Πρόκειται για μία παράδοση που έχει χαθεί.
Βέβαια η συγκριτική μουσικολογία μπορεί να αντλήσει κάποιες ενδείξεις σχετικά με αυτά τα ερωτήματα μελετώντας αφενός τα όργανα που διαδέχτηκαν τους ταμπουράδες και αφετέρου τα συγγενή τους όργανα άλλων λαών που παίζονται ακόμα, δηλαδή κυρίως τα τούρκικα σάζια. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι όπως παίζεται το τούρκικο σάζι έτσι παιζόταν και ο ελληνικός ταμπουράς της Α ή Β περιοχής. Άλλωστε και στην Τουρκία έχει επέλθει ένας συγκρητισμός: σήμερα θεωρείται ότι το σάζι είναι ένα όργανο, που βγαίνει στα τάδε και τάδε μεγέθη, το καθένα με την τονικότητά του και το όνομά του, και όλα κουρδίζονται με τρεις ή τέσσερις κοινούς για όλα τρόπους, και έτσι διδάσκεται. Εκ παραδόσεως όμως κάθε περιοχή είχε ένα μέγεθος, με το δικό του κούρδισμα και τη δική του τεχνική, που ήταν βέβαια σχετική και με το ιδιαίτερο τοπικό ρεπερτόριο.
Παρά λοιπόν τη σχεδόν πλήρη και μη αναστρέψιμη άγνοιά μας για το πώς παιζόταν, ο ταμπουράς έχει εσχάτως αναγορευθεί σε εθνικό μας όργανο. Είναι υποχρεωτικό για όσους μαθητές των μουσικών σχολείων παίρνουν παραδοσιακή μουσική, και χρησιμοποιείται επίσης και στη διδασκαλία της βυζαντινής. Τα όργανα που χρησιμοποιούνται είναι τούρκικα σάζια ενός συγκεκριμένου μεγέθους. Μόνο που αντί για την τρύπα στο κάτω μέρος του ηχείου που έχουν συνήθως τα σάζια αυτά την έχουν στο καπάκι όπως τα μπουζούκια και γενικώς τα περισσότερα έγχορδα. Έτσι, για να υπάρχει μία διαφορά. Και υπάρχει και μία ακόμη διαφορά, στους μπερντέδες (διαστήματα, τάστα): το μπράτσο χωρίζεται σε ημιτόνια και ορισμένα από τα ημιτόνια χωρίζονται σε τρία διαστήματα, ενώ οι Τούρκοι τα χωρίζουν σε δύο. Έτσι υποτίθεται ότι αποδίδονται με ακρίβεια τα διαστήματα των βυζαντινών κλιμάκων και άρα και των δημοτικών.
Μέσα σ' αυτή τη φαινομενικά αθώα συνήθεια, να χρησιμοποιείται ένα όργανο για την άσκηση του αφτιού στα διαστήματα, κρύβεται μία ολόκληρη σωρεία παραχαράξεων:
1. Ποτέ δεν υπήρξε «ταμπουράς» ως ένα ενιαίο πανελλήνιο όργανο.
2. Οι κατά τόπους παραλλαγές του ταμπουρά έχουν χαθεί. Ακόμα και όπου σώζονται δείγματα δεν ξέρουμε πώς παίζονταν.
3. Με απόλυτη βεβαιότητα κανένα είδος ταμπουρά, ακόμη και από αυτά που δε σώζονται δείγματα, δεν μπορεί να είχε αυτή τη διάταξη μπερντέδων: δεν είναι ίδιον των λαϊκών οργάνων να ορίζουν με τόση ακρίβεια τα διαστήματα. Τα όργανα με μπερντέδες έχουν πάντα λίγους μπερντέδες, έναν ανά ημιτόνιο ή και λιγότερους ακόμα. Αν ο παραδοσιακός οργανοπαίχτης έπαιζε μ' αυτούς τους λίγους μπερντέδες και δεν πετύχαινε το διάστημα σύμφωνα με το Μέγα Θεωρητικόν του Χρυσάνθου, τόσο το χειρότερο για το Χρύσανθο. Αυτή η συνήθεια με τους πολλούς μπερντέδες που σπαν το ημιτόνιο σε όλες τις λεπτές υποδιαιρέσεις προέρχεται από τα όργανα της λόγιας οθωμανικής μουσικής, που εξυπηρετούσε άλλες αισθητικές απαιτήσεις απ' ό,τι η λαϊκή μουσική. Ακόμη και τα τούρκικα σάζια, που είναι λαϊκά όργανα, σπάνε κάποια ημιτόνια αλλά πολύ λιγότερα απ' όσα βλέπουμε τώρα που το σάζι έχει μπει στα Ωδεία.
4. Ο συγκεκριμένος ταμπουράς των ελληνικών Ωδείων και μουσικών σχολείων είναι ξεκάθαρα τούρκικο σάζι. Αν εξαιρέσουμε αυτή τη λεπτομέρεια με τους μπερντέδες, που είτε για την Ελλάδα είτε για την Τουρκία είναι εξίσου ανιστόρητη, κατά τα άλλα είναι ένα όργανο που παίζεται σήμερα στην Τουρκία ενώ δεν παίζεται στην Ελλάδα, και είναι φτιαγμένο στην Τουρκία (ή στην Ελλάδα από μαστόρους που έχουν μάθει εμμέσως ή απευθείας από Τούρκους), κουρδίζεται όπως στην Τουρκία, και ο δάσκαλος το έμαθε από Τούρκους δασκάλους ή από Έλληνες μαθητές Τούρκων δασκάλων. Πριν το 1980 κανείς στην Ελλάδα δεν είχε ακούσει ούτε σάζι ούτε ταμπουρά. Μετά ξεκίνησε το έθνικ. Εμφανίστηκαν μουσικοί όπως ο Ρος Ντέιλι και οι Δυνάμεις του Αιγαίου που είχαν πάει στην Τουρκία και είχαν μάθει σάζια, λάφτες, νέγια, μπεντίρ, πολίτικες λύρες και διάφορα άλλα όργανα που εκεί καλλιεργούνταν ενώ εδώ ήταν άγνωστα, τα έφεραν εδώ, και επειδή η μουσική τους ήταν ωραία τα όργανα απέκτησαν απήχηση. Ήρθαν μερικοί και έγιναν μαθητές τους, οι μαθητές έγιναν δασκάλοι κι έβγαλαν καινούργιους μαθητές, εντωμεταξύ η επαφή με την πηγή (την Τουρκία) δε διακόπηκε γιατί κάθε μαθητής που σεβόταν τον εαυτό του ήθελε κάποια στιγμή να πάει κι από κει να δει το real thing και να μάθει από το δάσκαλο του δασκάλου του, και σήμερα αυτά τα όργανα έχουν γίνει πλέον πάγκοινα στην Ελλάδα, και χρησιμοποιούνται σε διάφορες μουσικές πέρα από την αυθεντική τούρκικη.
Όλα αυτά είναι καλά και γόνιμα. Όμως ούτε ο Ρος Ντέιλι ούτε οι Δυνάμεις ήρθαν ποτέ να μας πουν «αυτό είναι ένα παλιό ελληνικό όργανο». Ήταν τούρκικα, τα δήλωναν για τούρκικα, κατονόμαζαν με όλο το δέοντα σεβασμό τους Τούρκους δασκάλους τους, και από κει και πέρα τα χρησιμοποιούσαν είτε για δικές τους διασκευές ελληνικής ή άλλης μουσικής είτε για πρωτότυπη δική τους μουσική με επιρροές τούρκικες, ελληνικές και οτιδήποτε άλλο.
Αντίθετα στα μουσικά σχολεία, που επιτέλους ανήκουν στο Υπουργείο Παιδείας, στο Κράτος, δεν είναι ιδιώτες να λένε ό,τι θέλουν με ατομική τους ευθύνη, έρχονται οι μαθητές των μαθητών των Τούρκων σαζιστών και σου λένε «ταμπουράς!», κι εσύ ψαρώνεις: πω πω, η βυζαντινή Πανδουρίς! Σμίξαν τα μπουζούκια και ο μπαγλαμάς με τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη! Τι λεπτός ήχος! Για δες πώς αποδίδει όλα τα διαστήματα! Τρεις χιλιάδες χρόνια μικρασιάτικου ελληνισμού!
Δε θα είχα αντίρρηση αν έκαναν ακριβώς το ίδιο, αλλά το ονόμαζαν σάζι. Και μετά κάποια στιγμή, ευκαιρίας δοθείσης, να εξηγούσαν κιόλας: δεν είναι το κανονικό τούρκικο σάζι, είναι ένα ειδικό όργανο μαθητείας, τροποποιημένο έτσι ώστε να βοηθάει να μάθουμε τα διαστήματα. Άλλωστε δεν αποκλείεται να το κάνουν κιόλας μερικοί δασκάλοι. Σαν ιδιωτική πρωτοβουλία όμως, όχι σαν επίσημη γραμμή.
Τώρα, σε όλο αυτό που υποστηρίζω, μπορεί να υπάρξει η εξής αντίρρηση: μα ο ταμπουράς ήταν ελληνικό όργανο, και από εμάς το έμαθαν οι Τούρκοι! Άσε μας ρε φίλε! Μας πήραν τον ταμπουρά και σε αντάλλαγμα μας έδωσαν το τζατζίκι; Αυτά είναι αστειότητες. Ελληνικό όργανο είναι όποιο παίζουν οι Έλληνες, και τούρκικο όποιο παίζουν οι Τούρκοι. Ελληνικό όργανο δεν είναι όποιο δεν παίζουν οι Έλληνες. Το κλαρίνο είναι ελληνικότατο, γιατί μ' αυτό γλεντάει και εκφράζεται όλη η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Ρούμελη, η Πελοπόννησος, μεγάλο μέρος της Μακεδονίας και της Θράκης και ακόμη και αρκετά νησιά. Τι σημασία έχει ότι προέρχεται από την κλασική δυτικοευρωπαϊκή ορχήστρα; Το τζατζίκι είναι ελληνικό, γιατί το φτιάχνει η μάνα μας και όλες οι ταβέρνες. Το «άει σιχτίρ» είναι ελληνικό, γιατί το λέμε και γεμίζει ο στόμας μας κι αλαφρώνει η ψυχή μας, κι ας μην ξέρουμε αν στα τούρκικα είναι ρήμα ή ουσιαστικό και τι σημαίνει κυριολεκτικά. Ο μέλας ζωμός δεν είναι ελληνικό φαγητό, κι ας τον έτρωγαν μονοφάι οι Σπαρτιάτες επί πέντε αιώνες, γιατί δεν τον φτιάχνει (ευτυχώς!) η μάνα μας, ούτε καμία ταβέρνα. Ποια πρακτική σημασία μπορεί να έχει η ιστορική πληροφορία ότι κάποιο όργανο ή φαγητό ή προϊόν ή λέξη δεν προέρχεται από το λαό που το χρησιμοποιεί τώρα;
Θα μου πεις, μ' αυτή τη λογική και το σάζι πλέον είναι ελληνικό, αφού το παίζουν τόσοι Έλληνες. Εντάξει... οριακά. Το παίζουν πολλοί Έλληνες, αλλά κυρίως σε τούρκικη μουσική. Και αυτό συμβαίνει εδώ και λίγα χρόνια. Να δεχτώ ότι το σάζι είναι ένα όργανο που πήραμε από τους Τούρκους και έχει αρχίσει να ενσωματώνεται στην ελληνική μουσική. Αλλά έστω κι έτσι, το σάζι δεν είναι σε καμία περίπτωση ο ταμπουράς. Γιατί αν το σάζι είναι ταμπουράς, τότε και τα ερείπια της Εφέσου είναι τούρκικα, και ο Μέγας Αλέξανδρος Σλάβος, και να που ξαναγυρίζουμε στον Φαλμεράγερ...
[ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Αρκετές πληροφορίες και ιδέες αυτού του κειμένου προέρχονται από το βιβλιαράκι "Παραδοσιακά μουσικά όργανα" του Ρος Ντέιλι. Πρόκειται για το φυλλάδιο / κατάλογο μιας έκθεσης παραδοσιακών οργάνων από την Ελλάδα, Μ. Ανατολή, Β. Αφρική, Κεντρική Ασία και Ινδία, που είχε γίνει το 1996 στο Αετοπούλειο Πολιτιστικό Κέντρο στο Χαλάνδρι. Υποθέτω πως είναι δυσεύρετο, αλλά είναι εξαιρετικό. Μέσα σε λιγότερο από 40 σελίδες μαθαίνει κανείς όσα άλλοι χρειάζονται τόμους για να τα εξηγήσουν, σχετικά με τα όργανα, τις σχέσεις μεταξύ τους, την ιστορία και την εξέλιξή τους.
Σχετικά με την ιστορία του πώς ξανάρχισαν να ακούγονται ανατολίτικα όργανα στην Ελλάδα υπάρχει ένα άρθρο του Χρήστου Τσιαμούλη σε κάτι παλιές Επτά Ημέρες (σελ. 29). Ολόκληρη μελέτη για το ίδιο θέμα αποτελεί το «Paradosiaka: music, meaning and identity» της Ελένης Καλλιμοπούλου, όπου όλη η ιστορία αυτού του μουσικού κινήματος εξετάζεται λεπτομερώς και εις βάθος. Το διάβασα αφού είχα γράψει το παρόν κείμενο, και διαπίστωσα ότι στο ζήτημα των ταμπουράδων η έρευνά της, βασισμένη σε προσωπικές συνεντεύξεις των πρωταγωνιστών της ιστορίας αυτής, λέει λίγο-πολύ τα ίδια που λέω κι εγώ.]