ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Γεια σας. Στα «Καρπάθικα Ημερολόγια», που πλέον γράφονται από την Αθήνα το Ηράκλειο, δημοσιεύω σκέψεις και ιδέες που με απασχολούν και που προέρχονται από οτιδήποτε μπορεί να είδα, άκουσα, έζησα.
Για να είμαστε σύμφωνοι με τους κανόνες του παιχνιδιού, θα διατηρήσουμε την ανωνυμία μας. Ο σκοπός βέβαια δεν είναι να κρυφτούμε πίσω από ένα ψευδώνυμο για να πούμε όσα δε θα τολμούσαμε να πούμε ενυπόγραφα, γι' αυτό και κάθε σχολιαστής είναι φυσικά ελεύθερος να υπογράφει όπως θέλει, επωνύμως ή ψευδωνύμως. Ωστόσο, θέλω να μείνουμε σταθεροί σ' αυτή την έστω και σχετική ανωνυμία, δηλαδή να μη δημοσιεύουμε το όνομα του άλλου αν το ξέρουμε.
Όταν απαγορευτεί η ανωνυμία, βλέπουμε...

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2008

ΔΥΟ ΣΚΕΨΕΙΣ ΕΞ ΑΦΟΡΜΗΣ ΤΗΣ 28ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

1. Η 28η Οκτωβρίου είναι η επέτειος της εισόδου της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Γιατί η έναρξη ενός πολέμου θα έπρεπε να αποτελεί αφορμή εορτασμών;

Η γνώμη μου είναι η εξής:

Το '40 συνέβη στην Ελλάδα κάτι που είχε ξαναγίνει αρκετές φορές στην Ιστορία, αλλά που είναι ιδιαίτερα αμφίβολο αν θα το ξαναδούμε πια: έγινε ο τελευταίος καθαρός, αγνός πόλεμος. Το ποιος είναι ο εχθρός ήταν πολύ ξεκάθαρο, δεν ήταν -όπως σήμερα- κάποια απρόσωπη και απροσδιόριστη έννοια όπως η "τρομοκρατία", η "ασύμμετρη απειλή", η παγκοσμιοποίηση ή ακόμα και οι δημοκρατικά και νόμιμα εκλεγμένες κυβερνήσεις. Ήταν ένας συγκεκριμένος κατακτητής. Το τι απειλούσε αυτός ο κατακτητής ήταν επίσης πολύ σαφές: τη ζωή μας, την ελευθερία μας, το σπίτι μας, το χωράφι μας, το μέλλον των παιδιών μας. Ούτε την παγκόσμια έννομη τάξη ούτε άλλες τέτοιες άπιαστες έννοιες (ή μάλλον και αυτά, αλλά όχι μόνον αυτά).

Μπροστά σε αυτά τα δεδομένα, ο ελληνικός λαός μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο είχε γίνει μια γροθιά. Παραμερίζοντας τις διόλου ευκαταφρόνητες πολιτικές ή άλλες διαφορές που τον δίχαζαν και το πλήθος των προβλημάτων που είχε σωρεύσει στην πλάτη του η ιστορία των προηγούμενων δεκαετιών, όλοι όρμησαν με αυθόρμητο ενθουσιασμό στον αγώνα.

Πότε λέτε να ξαναδούμε κάτι τέτοιο;

Προσωπικά, ανήκω στη γενιά που οι μεγαλύτεροι μακάριζαν ως την πρώτη που δεν πέρασε ούτε πόλεμο, ούτε κατοχή, ούτε προσφυγιά, ούτε πείνα, ούτε τίποτε. Στη γενιά μου λοιπόν, ήδη από αρκετά νεαρή ηλικία θυμάμαι να είναι πολύ διαδεδομένη η θέση "αν γίνει πόλεμος εγώ δεν πάω να σκοτωθώ για καμιά κυβέρνηση / για κανενός το συμφέρον / για κανένα αφεντικό" κλπ.. Έλλειψη ιδανικών σε μια μοσκαναθρεμμένη γενιά; Αν το εκλάβουμε έτσι, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο πόλεμος και η δυστυχία χρειάζονται, για να αποκτάμε ιδανικά. Δεν είναι ελκυστικό το συμπέρασμα, αλλά πέρα από αυτό δεν αληθεύει κιόλας. Τι, όλοι οι βομβαρδισμένοι ή βομβαρδιστές των Βαλκανίων, επί παραδείγματι, εμφορούνται από αγνά και άδολα ιδεώδη;

Οι Έλληνες του '40 έζησαν και τον πόλεμο, και τη δυστυχία, και την κατοχή, και την πείνα, και την αδικία, και τον εξευτελισμό, και -οι περισσότεροι- όλα τα πριν και τα μετά, αλλά είχαν την ανεκτίμητη τύχη να ζουν μέσα σε τέτοιες ιστορικές συγκυρίες ώστε τα ιδανικά να υπάρχουν, και να είναι σαφή και αντιληπτά από τον καθένα, όχι μόνο από τους ψαγμένους ιδεολόγους.



2. Σήμερα, 29 Οκτωβρίου 2008, κάποιος (άγνωστος φυσικά) είχε σκορπίσει στο σχολείο φεϊγ βολάν της Χρυσής Αυγής, με τα συνθήματα "Τα ΟΧΙ χρειάζονται Μεταξάδες" και "Ψηλά τις σημαίες". Το σχολείο μας αποτελείται κατά μεγάλο ποσοστό από ξένους, αλλά και όλο Έλληνες να ήμασταν, η αιφνίδια εμφάνιση τέτοιων σλόγκαν το ίδιο σύγκρυο θα μου προκαλούσε. Στη σχετική συζήτηση που έκανα με τους μαθητές στην τάξη, τους είπα τα εξής περίπου:
Οι άνθρωποι αυτοί είναι εξαιρετικά επικίνδυνοι. Η αναφορά που κάνουν στο ΟΧΙ και τον Μεταξά είναι τελείως υποκριτική, γιατί ενώ αυτό που συνέβη το '40 ήταν η συσπείρωση όλων των κατοίκων της χώρας σε μία ενιαία δύναμη με εσωτερική ομόνοια και ομοψυχία, οι ίδιοι τώρα επιδιώκουν ακριβώς το αντίθετο: τη διάσπασή μας, το να φοβόμαστε και να υποπτευόμαστε τον διπλανό μας. Όταν είμαι Έλληνας, η προπαγάνδα ότι αναξιοπαθώ εξαιτίας των κακών μεταναστών -ποιος, εγώ, με τους ένδοξους προγόνους και τη λαμπρή ιστορία, εγώ ο νόμιμος κληρονόμος ενός φωτεινού μέλλοντος που δεν το βλέπω όμως πουθενά, άρα μου το έχουν αρπάξει οι ξένοι- είναι πολύ εύκολο να μου φουσκώσει τα μυαλά. Και θα με κολακέψει, και θα με οδηγήσει στη δαιμονοποίηση των ξένων.
Το '40 όλοι (ή σχεδόν όλοι) οι κάτοικοι της Ελλάδας ήταν Έλληνες. Τώρα δεν είναι. Η διαφορά αυτή ευνοεί μια τέτοια προπαγάνδα. Το νου σας, είπα στα παιδιά, μην τσιμπάτε! Αν βλέπουμε τον καθένα γύρω μας με καχυποψία, αν τον αναγορεύσουμε εχθρό, θα γίνουμε μία σκόρπια μάζα από ανάδελφα άτομα, ευάλωτη στην κάθε επιβουλή.
Ο εχθρός σήμερα δεν είναι ο Έλληνας, ο Αλβανός, ο Πακιστανός, ο Τούρκος, ο Αμερικάνος. Ο εχθρός είναι:
α) Η άγνοια, η αμορφωσιά και η πνευματική αδράνεια που θα μας καταστήσουν δεκτικούς στην προπαγάνδα.
β) Οι διάφοροι επιτήδειοι, όπως εν προκειμένω οι εθνικιστές / νεοναζί / νεοφασίστες κλπ. που, βρίσκοντάς μας μπόσικους λόγω πνευματικής αδράνειας, θα μας παραμυθιάσουν με τις διασπαστικές τους θεωρίες και θα μας καταντήσουν σκόρπια μάζα.
γ) Κάποιος πραγματικός εχθρός (δεν ξέρω ποιος είναι και αν υπάρχει, μακάρι να μη βρεθεί ποτέ κανένας αλλά ας μην επαναπαυόμαστε) που, όταν αποφασίσει να μας επιτεθεί, όχι κατ' ανάγκην με τα όπλα, θα μας βρει μια σκόρπια μάζα έτοιμη να πέσει.

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008

28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2008 : Ο ΣΧΟΛΙΚΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ

Καλησπέρα σας.

Όπως έχουμε πει, φέτος μένω στην Αθήνα, όπου είναι και το καινούργιο μου σχολείο, ένα ΕΠΑΛ. Τα ΕΠΑΛ (Επαγγελματικά Λύκεια) είναι ένας αρκετά απαξιωμένος θεσμός: θεωρούνται τα λύκεια χαμηλών αξιώσεων. Δεν είναι τα εντελώς μπαζολύκεια, γιατί αυτά είναι οι ΕΠΑΣ (Επαγγελματικές Σχολές), αλλά οπωσδήποτε είναι χαμηλότερου επιπέδου από τα Ενιαία Λύκεια (τα κανονικά δηλαδή). Είναι δε οξύμωρο, αλλά όχι παράδοξο, ότι όσο χαμηλότερες αξιώσεις εγείρει ένα σχολείο από τους μαθητές του τόσο υψηλότερες είναι οι αντίστοιχες για τους διδάσκοντες.
Εν πάση περιπτώσει, σ’ αυτό το σχολείο, όπου −όπως μάλλον αντιλήφθηκε ήδη ο οξυδερκής αναγνώστης− έκανα κάπως ανώμαλη προσγείωση, γίνονται εθνικές γιορτές όπως σε όλα τα σχολεία. Συνέβη δε να είμαι εγώ αρμόδιος, μαζί με μία συνάδελφο που διδάσκει σχέδιο. Έτσι, μια μέρα ανακοινώσαμε ότι θα συγκροτηθεί χορωδία και ορχήστρα, και όσοι μαθητές ενδιαφέρονται να έρθουν να το δηλώσουν, ιδιαίτερα δε αν κάποιοι παίζουν όργανα. Για μεν το τραγούδι, εμφανίστηκε το αναμενόμενο ετερόκλητο πλήθος: κάποιοι που όντως τους αρέσει, κάποιοι που όχι μόνο τους αρέσει αλλά και έχουν ήδη ασχοληθεί και συμμετέχουν και σε άλλες χορωδίες, κάποιοι απλώς για να χάνουν μάθημα. Στα όργανα τώρα, εμφανίστηκαν τέσσερα πέντε παιδιά· εκτός από έναν που παίζει τουμπελέκι, οι άλλοι όλο με ηλεκτρικές κιθάρες, ντραμς και μπάσα.
−Κι εσύ τι παίζεις;
−Κιθάρα.
−Ωραία. Ηλεκτρική ή κλασική;
−Ηλεκτρική.
−Ωραία. Και τι μουσική παίζεις;
−Βασικά παίζω μέταλ, θρας και τέτοια.
−Τέλεια! Εμείς βασικά παίζουμε Βέμπο, Λοΐζο και τέτοια: θα τα βρούμε!

Και τα βρήκαμε. Σχηματίστηκε ένα συγκρότημα με δύο κιθάρες, μπάσο, ντραμς και τουμπελέκι (το τουμπελέκι ακούγεται λίγο άσχετο, αλλά ο τύπος πρέπει μάλλον να είναι επίδοξος ντράμερ που βρήκε ένα προσωρινό υποκατάστατο της ογκώδους, ακριβής και ανοικονόμητης ντραμς, και όχι κανονικός τουμπελεκιτζής με συνείδηση τσιφτετελά). Οι πιο δραστήριοι ήταν οι δύο κιθαρίστες. Φαίνεται ότι όσοι παίζουν ηλεκτρική κιθάρα χωρίς να έχουν πιάσει ποτέ κλασική κινούνται σε ένα διαφορετικό μουσικό σύμπαν, που μου ήταν άγνωστο, ανοίκειο αλλά και συναρπαστικό: παράξενες κλίμακες, πιασίματα που δεν αναγνώριζα, απροσδόκητες αρμονικές συνωδίες κλπ.. Κάθε κομμάτι που άκουγαν, το μετέφραζαν στη δική τους μουσική γλώσσα, επιφέροντας κάποιες μικροαλλαγές που εγώ ποτέ δε θα σκεφτόμουν, κάνοντας το κομμάτι καινούργιο αλλά συνάμα και αναγνωρίσιμο· φανταζόμουν ότι αν άκουγαν τις διασκευές τους οι αυθεντικοί συνθέτες των κομματιών θα ενθουσιάζονταν. Εντωμεταξύ, οι τύποι κατέβαζαν τις ιδέες βροχηδόν: εδώ ας κάνουμε το ένα, εκεί ας κάνουμε το άλλο. Είχα μαγευτεί με την πάρτη τους. Οι ιδέες τους ήταν και πολλές και καλές. Οι ίδιοι αντίθετα, χωρίς την παραμικρή έπαρση, έδειχναν να πιστεύουν ότι το παίζουν έτσι και όχι όπως είναι κανονικά επειδή «δεν ξέρουν»!
Τα παιδιά ήξεραν ότι ασχολούμαι μεν με τη μουσική, αλλά με τελείως άλλα είδη από τα δικά τους. Το ενδιαφέρον, η ενθάρρυνση και η εμπιστοσύνη που έδειξα στους ίδιους και τη δουλειά τους τους έδωσε φτερά. Από την άλλη, έβλεπαν κιόλας ότι δεν είμαι απλώς ένας άσχετος που θαμπώθηκε από το πρωτόγνωρο: υπήρχαν σημεία όπου τους έκανα πολύ συγκεκριμένες παρατηρήσεις, και κάποιες μεμονωμένες ιδέες που δε μου άρεσαν. Άρα, αφού ήξερα να τους πω και όχι, σήμαινε ότι το «ναι» μου ήταν το έγκυρο, βάσιμο «ναι» κάποιου που στ’ αλήθεια εκτιμά ευτό που έκαναν.
Το αποτέλεσμα ήταν ότι αναπτύξαμε μία εξαιρετική συνεργασία. Ποτέ δε χρειάστηκε να τους ανακαλέσω στην τάξη ή να τους θυμίσω ποιος είναι ο καθηγητής εδώ μέσα. Απλώς παίζαμε, δοκιμάζαμε, συζητούσαμε και προχωρούσαμε. Αισθανόμουν ότι μέσα στο ζόρικο και συχνά εχθρικό κόσμο του ΕΠΑΛ είχα βρει ένα παραδεισάκι, μία όαση όπου οι μαθητές είναι ώριμοι, συνεργάσιμοι, ευγενικοί (αλήθεια, αυτό μού έκανε εντύπωση: οι μαλλιάδες με τη βρώμικη μουσική και τις μπλούζες με τις νεκροκεφαλές ήταν τα πιο ευγενικά παιδιά!), έξυπνοι, δημιουργικοί και αναγνωρίζουν αυτό που κάνεις γι’ αυτούς και το ανταποδίδουν.
Οι πρόβες της χορωδίας γίνονταν χώρια. Η ιδέα που είχα και που ακολούθησα ήταν η εξής: πρώτα δείχνω ένα τραγούδι στη χορωδία· με μια κλασική κιθάρα που χρησιμοποιούσα στις πρόβες, έβρισκα τον τόνο που τους βόλευε καλύτερα· ύστερα, ξέροντας πλέον συγκεκριμένες συγχορδίες, το έδειχνα στους μαλλιάδες· μ’ αυτούς το επεξεργαζόμασταν, του πετάγαμε τα μάτια έξω, και τέλος, κάθε που ένα-δυο τραγούδια ήταν έτοιμα και από τους μεν και από τους δε, τους έσμιγα για μία πρόβα όλοι μαζί. Παράλληλα η συνάδελφος προχωρούσε τις δικές της πρόβες με τα κείμενα και τα ποιήματα (όπου συμμετείχαν κυρίως παιδιά που ήταν και στη χορωδία). Και, τις τελευταίες μέρες, αρχίσαμε να προβάρουμε όλο το σετ.
Η χορωδία μπορούσε να προβάρει σε οποιαδήποτε αίθουσα του σχολείου ήταν εύκαιρη. Με τα όργανα όμως ήταν πιο δύσκολο, γιατί είναι πολύ δυνατά. Ο μόνος χώρος που βρήκε το σχολείο να μας διαθέσει ώστε να μην ενοχλούμε το μάθημα ήταν μία αποθήκη με θρανία, στο υπόγειο, που ήταν τίγκα στη σκόνη, την μπίχλα και την πατζέχρα. Στην αρχή μού κακοφάνηκε. Μετά είδα τη ροκ πτυχή του θέματος: ήταν περίπου σαν να κάναμε πρόβα σε γκαράζ, όπως έκαναν στα πρώτα τους βήματα όλοι οι θρύλοι του εξήντα και εντεύθεν. Έτσι το παρουσίασα στα παιδιά της ορχήστρας σαν σπουδαίο τεφαρίκι. Έπιασε και δεν έπιασε... Εν πάση περιπτώσει, την πρώτη φορά που έφεραν τις κιθάρες και τους ενισχυτές κάναμε πρόβα εκεί. Πάνω που είχαν αρχίσει να συμπαθούν το χώρο, διαπιστώσαμε ότι ακριβώς από κάτω είχε βόθρο. Ο οποίος την πρώτη μέρα πέρασε απαρατήρητος, αλλά μετά άρχισε να βρωμεί ακατάσχετα. Αυτό μάς έδωσε την αφορμή να προσέξουμε επίσης ότι από τις σωλήνες που διέσχιζαν το δωματιάκι ακούγαμε πότε κάποιος τράβαγε καζανάκι. Στο τέλος οι σωλήνες άρχισαν να έχουν και διαρροές. Γενικά κάναμε πρόβες σ’ έναν ελεεινό χώρο που θα προσέβαλλε τον καθένα. Προσπάθησα (και νομίζω ότι το ψιλοπέτυχα) να τους μεταστρέψω την αγανάκτηση προς την κατεύθυνση της ιδέας ότι εργαζόμαστε μυστικά, υπόγεια, υπό αντίξοες συνθήκες, προετοιμάζοντας μία επανάσταση −τη θρας διασκευή του Ντούτσε− της οποίας το πολιτιστικό προϊόν θα χαρίζαμε μετά μεγαλόψυχα στην κοινωνία.
Τα παιδιά σχολίαζαν: «Σκατά ήχο θα έχουμε» ή «Σήμερα θα παίξουμε βρώμικα». Αλλά αφού είχαν πάψει να λένε, όπως στην αρχή, «Εδώ κύριε μας έχουν χεσμένους», σήμαινε ότι το ηθικό πήγαινε καλά.
Η συνεργασία με τη χορωδία δεν ήταν τόσο ονειρεμένη. Ξεκίνησα με τη φιλοδοξία να μάθω τραγούδι σε όσους δεν ήξεραν καν πότε κάνουν φάλτσα. Σύντομα φάνηκε ότι αυτό δεν επέπρωτο να συμβεί. Δεν πειράζει, είπα, ας έχουμε και φάλτσους. Σχολείο είμαστε, δεν είμαστε η χορωδία Τρικάλων. Τους εξήγησα ότι δε θέλω μόνο τους καλούς, ότι όλοι είναι ευπρόσδεκτοι γιατί όλοι οι άνθρωποι και όχι μόνο οι προικισμένοι έχουν δικαίωμα στο τραγούδι. Απλώς, παιδιά, όσοι αντιλαμβάνονται ότι δεν το ’χουν πιάσει σωστά ας τραγουδούν λίγο πιο διακριτικά· και αντίστοιχα, όσοι ξέρουν ότι το λένε καλά, ας κάνουν τον κόπο να τραγουδούν λίγο πιο δυνατά, για να καλύπτουν το κενό των φάλτσων: το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο.
Όλα αυτά τους τα ’λεγα όχι μόνο για ένα καλύτερο μουσικό αποτέλεσμα, αλλά κυρίως για να εδραιώσω ένα κλίμα αποδοχής και να τους βγάλω από την ηλίθια νοοτροπία του «πρέπει - δεν πρέπει», «καλός - κακός» που γενικώς κουβαλάνε οι μαθητές. Αλήθεια σάς το λέω, απότυχα τελείως! Από τη δεύτερη ή τρίτη συνάντηση τα παιδιά συνειδητοποίησαν ότι εδώ είμαστε ένας καθηγητής και καμιά εικοσαριά παιδιά, και έχουμε κάτι να μάθουμε, δηλαδή περίπου το ίδιο όπως στην τάξη. Λοιπόν, τι κάνουμε στην τάξη για να το κάνουμε κι εδώ; Χαζοπαζαρεύουμε, μιλάμε με το διπλανό μας (κατεξοχήν όταν ο καθηγητής έχει πιάσει ατομικά κάποιον και του εξηγεί), κάνουμε ηλίθια πλάκα με τους στίχους (κι εσύ ησυχάζεις, το δάχτυλο βάζεις να βρεις την πληγή: τι εννοεί κύριε, πού το βάζει το δάχτυλο;), ενεργοποιούμε τη λειτουργία «ανίκανος να μάθει οτιδήποτε» και, κάθε τόσο, ρωτάμε −όλοι με τη σειρά, σε διαστήματα του μισού λεπτού περίπου− «Πού είμαστε;».
Εγώ μπορεί να είμαι ένας χαρισματικός νέος δάσκαλος γεμάτος έμπνευση, όρεξη, αγάπη, πρωτοτυπία και χίλα δυο άλλα ανεκτίμητα προσόντα, αλλά χάνω εύκολα την υπομονή και την ψυχραιμία μου. Στην τάξη, καμιά φορά, όταν γίνεται χαμός, κοπανάω την έδρα (που έχει πλούσια μπάσα) φανάζοντας «θα ησυχάσετε επιτέλους» ή κάτι παρόμοιο, και γενικά καταφέρνω να τους αποσπάσω για λίγο την προσοχή. Στο βόθρο όμως δεν είχε έδρες. Όταν λοιπόν ήρθε η στιγμή γι’ αυτό το εφέ, κοπάνησα ό,τι βρήκα πρόχειρο μπροστά μου. Έτυχε δε να είναι η κιθάρα μου. Αλλά οι κιθάρες δε φτιάχνονται από τόσο ανθεκτικά υλικά όσο οι έδρες, κι έτσι την έσπασα. Εκείνη την ημέρα τους παράτησα, δηλώνοντας ότι δε δικαιολογώ καμία απουσία, κι έφυγα βγάζοντας καπνούς από το κεφάλι.
Κατ’ ευτυχή συγκυρία, έχω κολλητό και γείτονα έναν πολύ καλό οργανοποιό. Έτρεξα λοιπόν βουρ στο εργαστήρι του, και μπουκάρησα φωνάζοντας «Μαλάκα, διώξε όλους τους πελάτες και σώσε με». Θα έπρεπε ίσως να έχω κοιτάξει πρώτα αν έχει πελάτες μέσα και ποιους: γιατί έτυχε να είναι εκεί ένας επιφανής μουσικός, ας τον πούμε για την ιστορία “Νταλάρα„. «Ναι, μου λέει ο δικός μου, το βρήκες: θα διώξω τον “Νταλάρα„ για να σου μαζέψω τα σπασμένα!»
Πάντως μου την έφτιαξε αυθημερόν. Την επόμενη μέρα στην πρόβα τα πνεύματα είχαν ηρεμήσει. Τα μεν παιδιά είχαν αντιληφθεί ότι το παρατράβηξαν και είχαν έρθει μεταμελημένοι και έτοιμοι για μια πιο καλή συνεργασία, εγώ δε −που στην ουσία επίσης το ’χα παρατραβήξει− αφού τους εξήγησα ότι δεν ήρθαμε εδω για καβγάδες και κόντρες αλλά για να περάσουμε καλά, τους έδειξα την επισκευασμένη κιθάρα και τους είπα ότι και όλα τ’ άλλα τα θεωρώ σαν να μη συνέβησαν −και εντάξει με τις απουσίες τους! Μου απήντησαν ότι κι εκείνοι θέλουν να συνεργαστούμε, ότι εκτιμούν πολύ ό,τι κάνω γι’ αυτούς, ότι θέλουν να συμμετάσχουν γιατί η εορτή είναι πολύ εθνική, αλλά και ότι θα έπρεπε ίσως να πετάξω έξω μερικούς ρεμπεσκιέδες. Εγώ όμως δεν το ήθελα αυτό. Τους εξήγησα ότι, αν δε με ανάγκαζαν οι ίδιοι, θα ήθελα να το αποφύγω· ξέρω βέβαια ότι μερικοί έρχονται μόνο για χαβαλέ και για να χάνουν μάθημα, και δεν προσφέρουν τίποτε στην ομάδα, αλλά το τραγούδι, όπως είναι εξίσου για καλλίφωνους και φάλτσους, έτσι είναι και για ώριμους και ανώριμους. Άλλωστε, το να χάνουν μάθημα και το να γίνεται μέσα σε κάποια λογικά όρια και λίγος χαβαλές, είναι σύμφυτα στοιχεία της χορωδίας η οποία οργανώνεται επίσημα από το σχολείο, δεν το κάνουν καταχρηστικά ούτε εις βάρος κανενός.
Μετά από αυτό το μανιφέστο των προωθημένων δημοκρατικών μου θέσεων, κάναμε την καλύτερη πρόβα μας έβερ. Βέβαια χρειάστηκε να πετάξω έναν έξω, αλλά κατά τα άλλα ήμασταν δημιουργικοί και αγαπημένοι.
Γενικώς έτσι πήγαινε το πράγμα. Παράλληλα, για να μην ξεστρατίσει η εκδήλωση σε καθαρά καλλιτεχνική και χαθεί ο εθνικός - ιστορικός της χαρακτήρας, τους εξηγούσα και διάφορα σχετικά ιστορικά στοιχεία. Και αυτό όμως, γινόταν με αφορμή τα τραγούδια. Είχα επιμείνει ότι ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ να τραγουδάμε κάτι αν δεν το έχουμε προηγουμένως κατανοήσει και αποδεχθεί. Αν λες μηχανικά τα λόγια χωρίς να τα έχεις προσέξει, αυτό μπορεί να αποβεί επικίνδυνο. Έτσι τούς έδινα στο περίπου το ιστορικό συμφραζόμενο ή τις αναφορές του κάθε τραγουδιού. Όπως γίνεται συνήθως, το βασικό σχέδιο της γιορτής ήταν ένα σύντομο κείμενο που καλύπτει πολύ περιληπτικά την ιστορία από την έναρξη του πολέμου μέχρι το τέλος της Κατοχής και δίνει και μία πρόταση για το σημερινό νόημα της επετείου, διανθισμένο με ποιήματα, λογοτεχνικά αποσπάσματα και τραγούδια που το εικονογραφούν. Καθώς τα παιδιά όλο και κάτι ξέρουν για το θέμα, έστω και πολύ χοντρά, από τα τόσα χρόνια εθνικών εορτών, ο σκοπός δεν ήταν να τους εξηγήσω τα πάντα −ποια πάντα; σάμπως και ποιος ξέρει τα πάντα στην Ιστορία;− αλλά να τους φωτίσω κάποιες λεπτομέρειες, οι οποίες θα συνέβαλλαν στο να συμπληρώσουν κάπως τη θολή εικόνα τους για τα πράγματα. Του χρόνου με κάποια άλλη αφορμή θα βρεθεί κάποιος να τους φωτίσει μια άλλη λεπτομέρεια. Αφού περάσουν αρκετά χρόνια, κάποιοι από αυτούς ίσως ενδιαφερθούν και προσπαθήσουν να σχηματίσουν μία πραγματικά κάπως ξεκάθαρη ιδέα· προς το παρόν, το να ξέρουν π.χ. γιατί τα τραγούδια της εποχής κοροϊδεύουν τον Μουσολίνι που μέχρι τότε ήταν σύμβολο τρόμου τούς είναι αρκετό, φρονώ.
Τελικά η γιορτή ήταν πετυχημένη. Το δύσκολο κοινό του ΕΠΑΛ την παρακολούθησε άνετα, χωρίς να βαρεθούν και να αρχίσουν τις αηδίες· οι συμμετέχοντες πέρασαν πολύ καλά, και απέδωσαν πιστεύω το καλύτερο που αντικειμενικά θα μπορούσαν. Φυσικά είχε φάλτσα, είχε κακή ποιότητα ήχου, είχε κάποιους που ξεχνούσαν πότε μπαίνουν ή που έκαναν σαρδάμ ή ξεκινούσαν να πουν λάθος τραγούδι ή κείμενο, αλλά αυτά είναι μέσα στο παιχνίδι. Εγώ έτρεχα όλη την ώρα πάνω κάτω στην πλατεία, στις κουΐντες του θεάτρου, εμπρός και πίσω από τη σκηνή, ρυθμίζοντας διάφορες λεπτομέρειες ή δίνοντάς τους το σύνθημα για το ένα ή το άλλο που έπρεπε να γίνει, ώστε να ξέρουν ότι η κατάσταση ελέγχεται, δεν τους έχουμε εγκαταλείψει μόνους στη σκηνή, και ταυτόχρονα τους ενθάρρυνα, τους χαμογελούσα και τους περικαμάρωνα σα γύφτικο σκεπάρνι. Από τους συναδέλφους κανείς δε βρέθηκε να γκρινιάξει για τις καινοτόμες μουσικές μας ιδέες (πράγμα που με ανησυχεί λίγο: μήπως τελικά δεν είναι τόσο καινοτόμες;), αντίθετα ήταν όλοι ευχαριστημένοι.
Γενικά όλα πήγαν καλά.
Και του χρόνου!

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2008

ΜΕΤΑΘΕΣΕΙΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ

Άλλο ένα κείμενο αρχείου. Μιας κι αυτό τον καιρό δεν έχω πολύ χρόνο για γράψιμο, αυτά τα παλιότερα κείμενα είναι μια κάποια λύσις, παρά να μην υπάρχει καμία κίνηση στη στήλη.
Το έγραψα το Μάρτιο του 2008, την επομένη της ημέρας που έμαθα ότι πήρα μετάθεση από Κάρπαθο για Αθήνα. Επομένως εντάσσεται στον ίδιο κύκλο με το προηγούμενο: πάλι κάποια από τα όσα έχω αισθανθεί γι' αυτό το νησί. Όλα βέβαια είναι πολλά. Τόσο πολλά ώστε αναπόφευκτα υπάρχουν και αντιφάσεις.
Το κείμενο προοριζόταν για το πρώτο τεύχος ενός καρπάθικου περιοδικού που δε νομίζω ότι τελικά εκδόθηκε ποτέ.
Λέει:
Καλησπέρα σας.

Είναι μάλλον ανορθόδοξο να εγκαινιάζω τη στήλη, στο πρώτο πρώτο τεύχος, με έναν αποχαιρετισμό. Έλα όμως που μόλις χθες βγήκαν οι μεταθέσεις μας, και έμαθα ότι φεύγω από την Κάρπαθο. Πρόκειται βέβαια για ένα γεγονός της προσωπικής μου ζωής, που εκ πρώτης όψεως δεν αφορά όλο τον κόσμο. Όμως δε συνέβη μόνο σε μένα. Άλλωστε, σε μια δεύτερη ματιά οι μεταθέσεις των εκπαιδευτικών επηρεάζουν, έστω και λίγο ή εμμέσως, όλη τη ζωή στο νησί μας.
Στην Κάρπαθο συνυπάρχουν δύο −τουλάχιστον δύο− παράλληλες κοινωνίες: οι ντόπιοι Καρπάθιοι και οι «ξένοι» δημόσιοι υπάλληλοι: εκπαιδευτικοί, λιμενικοί κλπ.. Πιθανώς και άλλες ομάδες ξένων, όπως οι Αλβανοί, Γεωργιανοί και λοιποί μετανάστες να έχουν συγκροτήσει τις δικές τους παράλληλες μικροκοινωνίες, αλλά προς το παρόν ας ασχοληθούμε με τις δύο πρώτες, με έμφαση στους δασκάλους, αφού ο γράφων είναι δάσκαλος και αυτούς γνωρίζει καλύτερα.
Η βασική διαφορά μεταξύ του ξένου δασκάλου και του Καρπάθιου είναι ότι ο δεύτερος ζει μόνιμα (κατ’ αρχήν) στον τόπο του, ενώ ο πρώτος προσωρινά (κατ’ αρχήν πάλι) εκτός έδρας. Αυτό θέτει όλους τους μεν σε μία κοινή βάση, και τους διαφοροποιεί από τους δε. Έτσι οι δύο κοινωνίες ακολουθούν διαφορετικές πορείες, που φυσικά όμως συναντώνται και τέμνονται συχνά. Πολλές φορές δημιουργούνται φιλίες, αγάπες ή ακόμη και γάμοι μεταξύ ντόπιων και ξένων· οι πολυπρόσωπες όμως παρέες, ενώ μπορεί να αποτελούνται κυρίως από ντόπιους και από ένα ξένο, ή το αντίστροφο, μόνο κατ’ εξαίρεση είναι πραγματικά σύμμικτες.
Ο κυριότερος πάντως χώρος όπου οι πορείες τους συναντώνται είναι, φυσικά, το σχολείο. Όλα τα σχολεία της Καρπάθου στελεχώνονται κυρίως από νέους, μη Καρπάθιους εκπαιδευτικούς, που μένουν ένα ή δύο χρόνια, σπανίως περισσότερα, και μετά φεύγουν. Οι ντόπιοι ή οι μόνιμα εγκατεστημένοι είναι συγκριτικά πολύ λίγοι. Αυτό δίνει το πιο χαρακτηριστικό ίσως στίγμα στην εκπαίδευση της Καρπάθου, καθώς και όλων των άλλων παρόμοιων τόπων. Όπως στο στρατό, όπως παντού, έτσι και στο σχολείο, ο παλιός είναι αλλιώς αλλά ο νέος είναι ωραίος. Ο νέος εκπαιδευτικός έρχεται άμαθος, άπειρος, στου κασίδη το κεφάλι, και μόλις αρχίσει να μαθαίνει κάπως την τέχνη φεύγει, να πάει να την εφαρμόσει κάπου αλλού. Ο παλιός την ξέρει. Από την άλλη, συχνά ο νέος έρχεται με μια φόρα και μια όρεξη που στον παλιό μπορεί να έχει κοπάσει.
Το σύστημα λοιπόν των μεταθέσεων κάνει τους μαθητές και τους λίγους μόνιμα εγκατεστημένους δασκάλους να αποχαιρετούν κάθε χρόνο όσους φεύγουν και να υποδέχονται τους καινούργιους. Οι καινούργιοι φέρνουν ο καθένας την προσωπικότητα, το στιλ, τις γνώσεις και τις μεθόδους του, που μπορεί να είναι καλύτερες ή χειρότερες από του προηγούμενου αλλά σίγουρα θα είναι διαφορετικές. Δε θα αναλύσουμε εδώ αν αυτό είναι καλό ή κακό για τα σχολειά μας −θα ξεφεύγαμε από το θέμα μας. Βέβαιον είναι πάντως ότι τα χαρακτηρίζει. Και καθώς το σχολειό είναι ένα από τα βασικότερα κύτταρα στον οργανισμό της κοινωνίας, αυτή η αέναη εναλλαγή προσώπων που έρχονται και φεύγουν αφήνει τον αντίκτυπό της στη ζωή της Καρπάθου.
Στην προσωπική ζωή του ίδιου του μετατιθέμενου, ο αντίκτυπος είναι, προφανώς, ακόμη ισχυρότερος. Άλλο να χάσει ή να κερδίσει η Κάρπαθος ένα δάσκαλο, κι άλλο ο δάσκαλος να κερδίσει ή να χάσει ολόκληρη την Κάρπαθο!
Λένε για την Κάρπαθο, και για άλλα νησιά, ότι όλοι έρχονται κλαίγοντας και φεύγουν κλαίγοντας. Οι διορισμοί, οι μεταθέσεις, οι αποσπάσεις και όλες γενικώς οι μετακινήσεις των εκπαιδευτικών γίνονται με ένα σύστημα που για άλλους είναι κατάρα και για άλλους ευλογία. Όποιος άφησε πίσω στον τόπο το ταίρι του για να έρθει στην ξενιτιά να υπηρετήσει, όποια μάνα πήρε τα παιδιά από τον πατέρα τους για να τα φέρει σε ένα καινούργιο σχολείο και ένα καινούργιο περιβάλλον, που μόλις το συνηθίσουν θα πρέπει πάλι να το αποχωριστούν, όποιος γονιός άφησε πίσω τα παιδιά του και ήρθε μόνος, όποιος γενικά άφησε μια ζωή στρωμένη για να έρθει να αντιμετωπίσει το άγνωστο και το προσωρινό, έχει κάθε λόγο να έρθει κλαίγοντας. Οι άλλοι, όσοι είναι ελεύθεροι υποχρεώσεων, έχουν τη μοναδική ευκαιρία να ταξιδέψουν, να γυρίσουν, να γνωρίσουν γωνιές της χώρας μας (ακόμη και του εξωτερικού) που πιθανώς να μην επισκέπτονταν ποτέ υπό άλλες συνθήκες, και να ζήσουν τα προνόμια μιας ζωής που δεν επιφυλάσσεται σε πολλούς άλλους. Και αυτοί έχουν χρέος ιερό να χαρούν όλα τους τα προνόμια στο έπακρο, όχι μόνο γιατί είναι πολύ αμφίβολο αν θα τα ξαναέχουν αλλά και προς χάριν και τιμήν των συναδέλφων της προηγούμενης κατηγορίας, για τους οποίους αυτά τα προνόμια είναι καταδίκη.
Βέβαια η πρώτη εμπειρία μπορεί να είναι λίγο αποκαρδιωτική. «Τι, Κάρπαθο; Πού είναι αυτός ο βράχος; Δεν έχει δρομολόγια! Δεν έχει ούτε ένα γιατρό! Ερημιά, δεν έχει κόσμο! Πουλάν ληγμένα τρόφιμα! Δεν έχει κινηματογράφους, βιβλιοπωλεία −μην πω για θέατρα. Τα σχολεία είναι μικρά, δεν έχουν εργαστήρια, γήπεδα... Τι θα κάνουμε εδώ;» Τι θα κάνουμε; Θα τα καταφέρουμε! Εντάξει, δεν τα έχει αυτά, είναι αλήθεια. Έχει όμως άλλα. Εγώ τα κατάφερα. Κι εσύ τα κατάφερες, κι αυτός, κι αυτή. Κάθε φορά σχεδόν όλοι όχι απλώς τα καταφέρνουμε, αλλά μαζεύουμε εμπειρίες και ακριβές αναμνήσεις που μας συνοδεύουν σε όλη μας τη ζωή. Πολλοί ζούμε εδώ τη χρυσή μας περίοδο. Είμαστε σαν δεύτερη φορά φοιτητές, αλλά με πιο πολύ μυαλό στο κεφάλι μας και με δικά μας λεφτά. Ποιος τέλειωσε τις σπουδές του, ή έστω το σχολείο, και να μην ευχήθηκε να ’χε άλλα τόσα χρόνια να ξανακάνει τα ίδια, τώρα που ξέρει; Και ιδού, σε κάποιους ήρθε ένα τζίνι, βγαλμένο από το μπουκάλι με το λογότυπο του ΥΠΕΠΘ TRAVEL, και μας πραγματοποίησε την ευχή, μια ευχή που τόσες χιλιάδες γενιές ανθρώπων από τον Αδάμ και εντεύθεν έκαναν: να ’σαν τα νιάτα δυο φορές...!
Ξανά φοιτητές δε σημαίνει μόνο ρεμπελιό και ανμελιά, φραπέ και Ανώι και από Πάσχα μέχρι Νοέμβρη μπάνια. Είναι κι αυτά καλά και σημαντικά, και μην τα υποτιμάμε. Αλλά είναι και πολλά άλλα. Στον μικρό τόπο κουράζεσαι όσο χρειάζεται για τη δουλειά σου, αλλά δεν έχεις την άσκοπη φθορά της πόλης. Ξυπνάς το πρωί, βλέπεις ανθρώπους στο δρόμο και τους ξέρεις, σου γνέφουν καλημέρα· η διαδρομή σου μέχρι το σχολείο ξέρεις πόσο θα κρατήσει (συνήθως όχι πάνω από δέκα λεπτά, βία ένα τέταρτο), είναι ευχάριστη και πολιτισμένη, για πολλούς μέσα από το δάσος ή δίπλα από την παραλία· δεν ξεκινάς τη μέρα σου τελειωμένος, έχοντας τσακωθεί και βριστεί με κάθε αντίπαλο οδηγό, ταξιτζή και πεζό· η κόρνα στην Κάρπαθο χρησιμεύει αποκλειστικά και μόνο για να χαιρετάς· δε βασανίζεσαι μια ώρα να φτάσεις κι άλλη μια ώρα να παρκάρεις· το σουπερμάρκετ, η τράπεζα, το ταχυδρομείο είναι κοντά στο σπίτι σου· έχεις μπροστά σου τη θάλασσα, πίσω σου το βουνό και πάνω σου τον ουρανό· ανασαίνεις καθαρό αέρα, βρέχει και βρέχεσαι, όχι σαν την Αθήνα που πρέπει να το μάθεις από την τηλεόραση! Οι φίλοι σου μένουν κοντά, θα τους συναντήσεις χωρίς πολλά κανονίσματα. Στο μικρό σχολείο προλαβαίνεις να γνωρίσεις και να αγαπήσεις τα παιδιά σου, πράγμα πολύ δύσκολο στις τάξεις των 30-35 μαθητών επί έξι τμήματα που έχουν τα σχολεία των μεγάλων πόλεων. Αν δεν έχει γυμναστήρια και εργαστήρια, όμως το σχολείο είναι μέσα στα δέντρα και δε μοιάζει με φυλακή· δεν έχει απ’ έξω πρεζεμπόρους και παιδεραστές, ούτε από μέσα συμμορίες.
Με δυο λόγια: στην Κάρπαθο δε σκας για όσα δε χρειάζεται. Αφιερώνεις όσο χρόνο, όσο μυαλό και όση ψυχή χρειάζεται εκεί που χρειάζεται, και όλο το υπόλοιπο είναι για σένα. Ζεις! Δουλεύεις και ζεις, δε ζεις για να δουλεύεις. Γι’ αυτό όλοι εδώ, ή σχεδόν όλοι, δενόμαστε με τον τόπο και με τους ανθρώπους και πλουτίζουμε την ψυχή μας, γι’ αυτό ακόμα και ο απλός πρωινός καφές της Κυριακής με την παρέα (μια παρέα που στη Θεσσαλονίκη, την Αθήνα ή το Ηράκλειο μπορεί να ζούσε στην πολυκατοικία μας και να μην τη γνωρίζαμε ποτέ) είναι τόσο ξεχωριστός και δε θέλουμε να τον στερηθούμε: γιατί τον ζούμε.
Και ιδού, έρχεται η ώρα της μετάθεσης. Άλλος για Χίο τράβηξε, πήγε, κι άλλος για Μυτιλήνη. Άλλον τον έστειλαν εκεί που ήθελε, άλλον όχι· πολλοί πάνε εκεί όπου είχαν ζητήσει το Νοέμβριο (τότε γίνονται οι αιτήσεις), όταν ακόμα έκλαιγαν που ήρθαν, αλλά στο μεταξύ κατάλαβαν όσα τότε ήταν ακόμη νωρίς για να τα αντιληφθούν, και τώρα πάλι κλαίνε που θα φύγουν· δεν είναι λίγοι εκείνοι που, εν όψει της μετάθεσης στην πατρίδα τους, ζητούν απόσπαση για να ξανάρθουν στην Κάρπαθο, γιατί δεν πάει η καρδιά τους να αφήσουν τους φίλους, τα παιδιά τους, το νησί. Πού και πού κάποιοι ξωμένουν και για πάντα. Για κάποιους η μετάθεση είναι το περιπόθητο τέλος του ξενιτεμού και του αποχωρισμού από οικείους και αγαπημένους, για άλλους είναι η παράταση με ένα νέο ξενιτεμό. Όσοι οι άνθρωποι, τόσες κι οι περιπτώσεις.
Εγώ γυναίκα, παιδιά, σκυλιά δεν έχω· δεν ξέρω πώς είναι για όσους έχουν, σέβομαι τις ανάγκες και τους καημούς τους και τους εύχομαι ό,τι επιθυμούν. Αλλά για τους υπόλοιπους, η γνώμη μου είναι: όλες οι μεταθέσεις είναι καλές. Πήγες στην πατρίδα σου; Συγχαρητήρια, καλή πατρίδα! Επόμεινες στην Κάρπαθο; Και πάλι συγχαρητήρια, τώρα είσαι κατεχάρης, δεν έχεις να φοβηθείς τίποτε, ξέρεις ότι εδώ είναι καλά. Σ’ έστειλαν αλλού κι αλλού, στη Ζάκυνθο, στην Ιεράπετρα, στο Νευροκόπι, στα Ζαγοροχώρια; Συγχαρητήρια, η κατάκτηση του κόσμου συνεχίζεται. Ετοιμάσου για μια νέα Κάρπαθο −ξέρεις εσύ! Είσαι και πάλι απογοητευμένος; Ζήτα απόσπαση· κι αν την πάρεις, συγχαρητήρια, αλλιώς και πάλι συγχαρητήρια. Ό,τι και να γίνει, καλώς γενάμενο. Η ζωή είναι για μας. Το μόνο κακό είναι το τέρμα.

* * * * *

Κι εγώ; Πώς θα φύγω από εδώ για την Αθήνα, γελώντας ή κλαίγοντας;
Με την Κάρπαθο έχω μακράν ιστορία. Πρωτοήρθα παραθεριστής προ δέκα ετών, το 1999, μια βδομάδα στην Όλυμπο και μια στο Φοινίκι. Το ίδιο έκανα κάθε καλοκαίρι έκτοτε, μέχρι το 2003 (μόνο το 2001 δεν ήρθα, που ήμουνα φαντάρος). Το 2004 διορίστηκα εδώ δάσκαλος, κι από τότε έχω μείνει τέσσερα χρόνια. Ένα χρόνο κάτοικος Πηγαδιών, τρία Όθους. Έκανα εδώ, και τι δεν έκανα! Γύρισα τα χωριά, γνώρισα ανθρώπους. Φίλοι μου με παιδιά πιτσιρίκια, τώρα μου τα στέλνουν στο Γυμνάσιο κι αυτά κοντεύουν να στρίψουν μουστάκι. Αγάπησα με πάθος τον τόπο και τον πολιτισμό του, και εν τω μέτρω των δυνάμεών μου τον σπούδασα και τον ασπάστηκα. Έμαθα την καρπάθικη μουσική και το τραγούδι, έπαιξα και άκουσα με την ψυχή μου, γλέντησα με το γέλιο και με το δάκρυ. Λάλησα νύφες, έκλαψα πεθαμένους, έτριψα το Πιπέρι. Πήρα από τους παλιούς μερακλήδες ό,τι μπόρεσα, και ήδη ξεπληρώνω το χρέος μου στα παιδόγγονά τους, με τα μαθήματα μουσικής που κάνω στο χωριό μου. (Παιδιά, κακά τα ψέματα: το Όθος είναι το χωριό μου, −ή μήπως, λιγάκι, κι η Όλυμπος;− και η Κάρπαθος είναι το νησί μου.) Τέσσερις φουρνιές συναδέλφων γνώρισα, αγάπησα κι αποχαιρέτησα, μαζί με τη φετεινή, και άλλες τέσσερις μαθητών. Τη ζωή του ξένου στην Κάρπαθο την είδα από όλες της τις απόψεις: και στην πόλη, και στο χωριό· ανακατεύτηκα και με τους ντόπιους και με τους δικούς μου· έκανα και τα φοιτητηλίκια μου, Ανώι και φραπέ, έπαιξα και τον ντόπιο, να καλλιεργώ κουκιά και να πηγαίνω στο καφενείο. Το πετσί μου μυρίζει Κάρπαθο, και κολακεύομαι να πιστεύω ότι κι εγώ έχω αφήσει τη μυρωδιά μου στην Κάρπαθο.
Προ ημερών συνάντησα μια ντόπια, γνωστή μου ήδη από την πρώτη χρονιά που είχα έρθει διακοπές. Μέσα στην κουβέντα, μου ανέφερε ότι με έχει σε μια φωτογραφία με την κόρη της, που ήταν τοσηδούλα, εφτά χρονών. Φέτος η κόρη δίνει Πανελλαδικές. Μου ’ρθε ζάλη! Δέκα χρόνια! Πόσοι γεννήθηκαν και πόσοι πέθαναν, πόσοι παντρεύτηκαν και πόσοι χώρισαν, πόσοι πέρασαν, πόσοι ήρθαν κι έφυγαν μέσα σε δέκα χρόνια! Πόσα άλλαξαν στην Κάρπαθο και πόσα σε μένα, λίγο λίγο, ανεπαίσθητα αλλά και αμετάκλητα...
Αλλά στο μεταξύ στερήθηκα και την Αθήνα. Τέσσερα χρόνια μακριά από τον τόπο μου δεν είναι λίγα. Εκεί έχω τους ρυθμούς μου, εκεί είμαι στ’ αλήθεια ντόπιος. Πηγαίνω κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα, και τρέχω να προφτάσω όσα έγιναν κατά την απουσία μου, να καλύψω το χαμένο έδαφος. Και δεν είναι εύκολο. Οι δυο πατρίδες είν’ κακές, όπως και να το κάνεις. Κι εκεί γεννιούνται παιδιά, οι μικροί μεγαλώνουν και οι μεγάλοι πεθαίνουν· κι εκεί άλλοι παντρεύονται κι άλλοι χωρίζουν· κι εκεί αλλάζουν οι δρόμοι και οι γειτονιές, σπίτια χτίζονται, μαγαζιά ανοίγουν και κλείνουν, ερήμην μου. Δεν το δέχομαι εύκολα ότι αυτά γίνονται ερήμην μου, πρέπει να προλάβω τις εξελίξεις, να μην αποξενωθώ. Τρέχω... Άσε που εδώ είναι όλη μου η οικογένεια, οι παλιοί φίλοι... Άσε που εδώ και τέσσερα χρόνια είμαι μεταξύ δύο σπιτιών, χωρίς ποτέ να ξέρω με βεβαιότητα αν το τάδε βιβλίο ή ο δείνα δίσκος, το γκρι πουκάμισο ή η ριγιέ κάλτσα είναι στην Αθήνα ή στην Κάρπαθο. Άσε που μου ’χει λείψει η άνεση του να έχω στην πόλη μου βιβλιοπωλεία, κινηματογράφους, γιατρούς, μαγαζιά, επιλογές, να βρίσκω περίπτερο και βενζινάδικο ακόμη και στις τέσσερις το πρωί, να μη σώνονται οι εφημερίδες... Θέλω τον τόπο μου!
Τη στιγμή που έμαθα τη μετάθεσή μου ήμουν με συναδέλφους, με ανθρώπους που είχαμε τον ίδιο καημό. Μόλις άκουσα Αθήνα, η καρδιά μου πέταξε. Η πρώτη μου κουβέντα ήταν «πάμε να κεράσω». Πήγαμε να κεράσω. Στο δρόμο, συναντώ έναν από τους ντόπιους φίλους μου και του ανακοινώνω περιχαρής το μεγάλο νέο. Και μέχρι να τελειώσω τη φράση μου, τον κοίταζα και είδα την άλλη όψη της μετάθεσης: ναι μεν θα πάω εκεί, ζήτω, αλλά θα φύγω από εδώ, αλίμονο... Πού θα σας αφήσω, και πού θα σας ξανάβρω, όλους εσάς που είστε η ζωή μου εδώ, τόσα χρόνια, κι ας είστε και Καρπάθιοι κι ας είστε και «ξένοι», κι ας είστε και μαθητές μου ή σιομάλικοί μου ή μεγαλύτεροι ή γέροι... Σαν το Μάρτη το δίγνωμο, μια γελώ μια κλαίω για τη μετάθεση.
Θα φύγω. Απόσπαση δε ζητάω. Είναι η ώρα, έκλεισε αυτός ο κύκλος. Θ’ ακολουθήσω τη μοίρα μου. Πάμε γι’ άλλα. Αλλά δε θα φύγω με ελαφριά καρδιά. Την Κάρπαθο, με τους ανθρώπους της και ό,τι άλλο σέρνει μαζί της, θα την πάρω μαζί μου στην καρδιά μου και θα την κουβαλώ παντού.
Καλές αντάμωσες, σε όλους!

Σας ευχαριστώ.

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2008

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΠΑΘΟΥ

Από το Σεπτέμβριο του 2008 δε μένω πια στην Κάρπαθο, αλλά στην Αθήνα, την πατρίδα μου.
Βρήκα κάπου ένα παλιό μέιλ που είχα γράψει σε κάποιον κάποτε, στα πλαίσια μιας συζήτησης που πια δε θυμάμαι, και που για κάποιο λόγο τελικά δεν το έστειλα. Σας το παραθέτω εδώ, γιατί συνοψίζει κάποια από τα πολλά που έχω νιώσει γι' αυτό το νησί.

Δεν είχα καμία πρόθεση να εκτραπώ από τα πλαίσια της κοσμιότητας και του σεβασμού! Αν κάποιος εξέλαβε έτσι τα γραφόμενά μου, δεν έχω παρά να του ζητήσω συγγνώμη και να τον διαβεβαιώσω καλόπιστα ότι έγινε παρανόηση.

Κατά τα άλλα: σίγουρα υπάρχει ο μύθος της Καρπάθου. Αυτός ήταν που με παρακίνησε να εγκατασταθώ εδώ, και μάλιστα σε χωριό. Το διάστημα της μέχρι τώρα παραμονής μου με έχει βοηθήσει μέχρι κάποιο σημείο να γκρεμίσω αυτό το μύθο, και είμαι στην ευχάριστη θέση να δηλώσω ότι αυτό δε με κάνει να μετανιώνω που ήρθα, απεναντίας μου δίνει πολύ πιο αληθινούς λόγους να εμμένω στην επιλογή μου. Από την άλλη μεριά, σίγουρα δεν είμαι και Καρπάθιος. Κανείς δε γίνεται μέσα σε τρία χρόνια Καρπάθιος! Άρα, όντως υπάρχει κάποια απόσταση ανάμεσα σε μένα και στο καθετί που παρατηρώ. Προσπαθώ βέβαια να τη μειώσω, γιατί θεωρώ πολύ πιο σημαντικό το να ζει κανείς παρά το να μελετά τη ζωή των άλλων. Αλλά αντικειμενικά δεν την έχω εκμηδενίσει. Με άλλα λόγια, ανακαλύπτω ακόμη πράγματα που για τους ντόπιους είναι δεδομένα και αυτονόητα.

Ωστόσο, δεν είμαι μόνο εγώ που ζω (έστω και λίγο) μέσα στο μύθο της Καρπάθου. Μέσα στην ίδια την Κάρπαθο, στις καρδιές των Καρπαθίων, ο μύθος αυτός είναι πολύ ισχυρός. Τα "ήθη και τα έθιμα" είναι ένας κοινός τόπος που πολύ συχνά επαναλαμβάνεται, χωρίς να γίνεται πολύ έντονη η διάκριση ανάμεσα σε έθιμα που διατηρούνται και σε εκείνα που ανήκουν στο παρελθόν. Σ' αυτή τη μυθοποίηση έχουν συντελέσει βέβαια πολύ όλες οι απειράριθμες μελέτες που έχουν γίνει από Έλληνες και ξένους για διάφορες πτυχές του τοπικού λαϊκού πολιτισμού (και κατεξοχήν του ολυμπίτικου). Είμαι όμως της γνώμης ότι ο ξενιτεμός είναι ένας άλλος σημαντικός παράγοντας μυθοποίησης. Το μεγαλύτερο ποσοστό των Καρπαθίων ζει έξω από το νησί, σε μέρη περισσότερο ή λιγότερο μακρινά. Εκεί συναναστρέφονται πολύ τους συντοπίτες τους, και όλοι μαζί συντηρούν και τροφοδοτούν τη νοσταλγία τους για την Κάρπαθο, και ειδικότερα για την Κάρπαθο της εποχής όπου ζούσαν κι εκείνοι εκεί. Ανάλογα με την ηλικία του καθενός, όσο πιο μακρινή είναι αυτή η εποχή τόσο περισσότερο την εξωραΐζει η ανάμηνση. Παράλληλα, οι ξενιτεμένοι καλλιεργούν ορισμένα από τα τοπικά έθιμα, κυρίως όσα είναι δυνατόν να συνεχίσουν να τελούνται σε αστικό περιβάλλον. Απ' ό,τι μάλιστα έχω αντιληφθεί, αυτό που κατεξοχήν καλλιεργείται είναι η μουσική παράδοση.

Εν τω μεταξύ, στην κυρίως Κάρπαθο η ζωή συνεχίζεται κούτσα κούτσα. Οι λίγοι που μένουν στο νησί είναι αφενός αυτοί που δεν μπόρεσαν ούτε καν να φύγουν, και αφετέρου όσοι τα κατάφεραν να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες του νεότερου τρόπου ζωής. Και επίσης οι συνταξιούχοι των παροικιών που επιστρέφουν. Γενικώς λίγοι άνθρωποι. Και μάλιστα πολλοί από αυτούς έχουν εγκαταλείψει τα χωριά τους και μένουν στα Πηγάδια.

Αυτοί οι παραμένοντες, για να μπορέσουν να τη βγάλουν, έχουν μοιραία στραφεί από τον παραδοσιακό τρόπο ζωής σε έναν πολύ πιο αστικοποιημένο. Άλλωστε πολλοί είναι παλιννοστούντες, επομένως έχουν ήδη ζήσει σε αστικά περιβάλλοντα. Γενικά από το Όθος και κάτω σχεδόν δε βλέπεις χωριάτες, εκτός αν είναι γέροι (νομίζω ότι από το Μεσοχώρι και την Όλυμπο αυτό το είδος δεν έχει ακόμη εκλείψει). Οι νέοι και τα παιδιά είναι σαν Αθηναίοι ή σαν Αμερικάνοι.

Κάποιες φορές το χρόνο όμως, οι ξενιτεμένοι έρχονται στον τόπο τους, μαζικά και για λίγο. Είναι ο καιρός που γίνονται τα μεγάλα καλοκαιρινά πανηγύρια, και με την ευκαιρία του ξανανταμώνατος γίνονται και αρκετοί γάμοι, βαφτίσεις και ανεπίσημα γλέντια. Αυτές τις μέρες οι μεν ξενιτεμένοι έρχονται να αγγίξουν για λίγο το όνειρό τους, και συχνά είναι τόσο αποφασισμένοι να το κάνουν αυτό ώστε παραβλέπουν την όποια πραγματικότητα και επιμένουν να φαντάζονται την Κάρπαθο των παιδικών τους αναμνήσεων. Οι δε μόνιμα εγκατεστημένοι ξαναζούν για λίγες μέρες μία κατάσταση όπου, όπως παλιά, όλα τα σπίτια έχουν φώτα το βράδυ, τα καφενεία είναι γεμάτα και τα σοκάκια γεμίζουν από τη φασαρία των παιδιών.

Μετά περνάει αυτή η εποχή, κι ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.

"Το καλοκαόρι πέρασε, εφύασι κι οι ξένοι,
και ο χειμώνας έρχεται. Το τι μας περιμένει...!"

Για πολλούς ξενιτεμένους (σαφώς όχι όλους) έρχεται κάποια στιγμή που επιστρέφουν μόνιμα. Όμως και πάλι, όντας και οι ίδιοι συνηθισμένοι τόσα χρόνια σε έναν άλλο τρόπο ζωής και όχι τον παραδοσιακό καρπάθικο, και βρίσκοντας επιπλέον και το νησί αλλαγμένο, αδυνατούν να επιστρέψουν σ' εκείνα που θυμόντουσαν και ονειρεύονταν μια ζωή. Άλλωστε δεν έχει και νόημα. Όταν ο εικοστός πρώτος αιώνας έχει μπει σε κάθε χωριό και σε κάθε σπίτι, ποιος ο λόγος να ξαναβάλει κανείς τα ποτούρια και να ζέψει τα βόδια στο αλέτρι;

Αυτό που μένει τελικά είναι ότι η Κάρπαθος είναι ένα νησί με:
-λίγους κατοίκους, και περισσότερους γέρους παρά νέους.
-αστικό τρόπο ζωής για τον πιο πολύ κόσμο.
-λύρες, λαούτα, μαντινάδες, και κάποια μεμονωμένα παλαιινά έθιμα όπως τα Εφτά, το Πιπέρι, κάποια στάδια του γάμου κλπ.
-Οτιδήποτε άλλο αφορά μόνο τη γενιά που ετοιμάζεται να φύγει. Εκείνοι μιλούν τα καρπάθικα, εκείνοι έχουν ζήσει την παλιά Κάρπαθο με την αγροτιά, την τσομπανοσύνη, τις δυσκολίες της και τις χαρές της.
Αυτά νομίζω ότι ισχύουν εξίσου και για την Όλυμπο, με μόνη τη διαφορά ότι οι εκεί γέροι είναι πρεσβευτές ενός ακόμη παλιότερου τρόπου ζωής: φορούν ακόμη τις χειροποίητες παραδοσιακές φορεσιές (οι γυναίκες), θερίζουν με το δρεπάνι, αλέθουν στον ανεμόμυλο (ορισμένοι), η διάλεκτός τους είναι αρχαιοπρεπέστερη. Αυτό δε σημαίνει ότι η Όλυμπος είναι πιο πίσω, σημαίνει ότι πριν τρεις γενιές ήταν ίσως πιο πίσω. Τώρα είναι στο 2007 σαν όλο τον κόσμο.

Για όποιον αρνείται να αποδεχθεί αυτή την πραγματικότητα, και προτιμά να βαυκαλίζεται ότι το παρελθόν όλης της Ελλάδας συμβαίνει ειδικά στην Κάρπαθο να είναι παρόν, η Κάρπαθος δεν είναι τόπος αλλά μύθος.

Και, για να επανέλθω εκεί απ' όπου ξεκίνησα: μένω με την εντύπωση ότι είναι πολλοί οι Καρπάθιοι που ζουν μ' αυτό το μύθο. Που θεωρούν για παράδειγμα ότι το γλέντι δεν είναι απλώς ένας τρόπος ψυχαγωγίας, αλλά κάτι που πρέπει οπωσδήποτε να το συνεχίσουν τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, χωρίς να τα ρωτήσουν αν τα εκφράζει. Που τραγουδούν μαντινάδες στους γάμους των στενών συγγενικών τους προσώπων ακόμη κι αν δεν το έχουν ξανακάνει στη ζωή τους (γιατί προφανώς δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να το κάνουν), με αποτέλεσμα να μην το έχουν μάθει και να διαβάζουν τις μαντινάδες από το χαρτί. Που χτίζουν ροζ σπιταρώνες με μαρμάρινα κολωνάκια απέξω και με ένα παραδοσιακό καρπάθικο δωμάτιο μέσα, το δωμάτιο που παλιά ήταν ολόκληρο το σπίτι, στολισμένο με ένα πλήθος πανάκριβα πράγματα που έχουν χάσει όλη την παλιά τους πρακτική λειτουργικότητα.

Ή που πιστεύουν, και εξακολουθούν να το λένε, ότι το γλέντι γίνεται σύμφωνα με κάποιους συγκεκριμένους κανόνες κοσμιότητας. Αυτά είναι ανυπόστατα. Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, μπορούμε να πούμε ότι γινόταν με κάποιους κανόνες. Σήμερα γίνεται με άλλους τρόπους, λιγότερο αυστηρούς. Ακόμη και στην Όλυμπο.

Όλα αυτά δεν τα λέω με μεμψιμοιρία. Είναι καλό που αλλάζουν τα πράγματα, όπως ακριβώς είναι καλό (αν και μερικές φορές δυσβάσταχτο) που οι γέροι πεθαίνουν. Δε θα θέλαμε, νομίζω, να γερνάμε για πάντα χωρίς να έχουμε την ευκαιρία να πεθάνουμε κάποια λογική στιγμή! Και αναμφισβήτητα η ζωή στην Κάρπαθο προσφέρει ορισμένες πολυτέλειες (όχι βέβαια υλικές) που αντισταθμίζουν με το παραπάνω τα όποια κακώς κείμενα. Αυτή είναι τουλάχιστον η γνώμη μου ως ξένου. Αυτά που νόμιζα ότι θα βρω εδώ δεν υπάρχουν, αλλά υπάρχουν άλλα και είναι εξίσου σημαντικά και δεν τα απαρνιέμαι.

Όμως οι μύθοι υπάρχουν. Και όποιος θεωρεί ότι κακώς υπάρχουν, ας μην ξεχνά ότι δεν είναι καθόλου εύκολο να τους βγάλουμε από τη μέση, και ας μην κρίνει πολύ αυστηρά όσους τους πιστεύουν.